ΣΕ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ Φεβρουάριος 2000
ΠΩΣ
ΜΑΣ ΒΛΕΠΟΥΝΕ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
Φίλοι μου γειά σας
Παραδεχτείτε το:
σε καιρούς ενδιαφέροντες
ζούμε και αυτό το ενδιαφέρον
πότε πληγώνει και πότε γιατρεύει
– με ένα κοινό στοιχείο: ότι,
και στις δύο περιπτώσεις,
λόγω της ταχύτητας που ταξιδεύουν
οι ειδήσεις, παρακολουθούμε
τις εξελίξεις με κομμένη
την ανάσα.
Ο καιρός που πιστεύαμε
ότι οι λαοί έλυναν μόνοι
τους τα θέματά τους έχει
περάσει ανεπιστρεπτί. Τώρα
ξέρουμε ότι ο αγώνας για
την υπεράσπιση και τη διευθέτηση
των υποθέσεων μιάς χώρας
είναι ατέρμονος, πολύπλευρος
και περίπλοκος. Η κοινή γνώμη πράγματι ζυμώνεται,
μπορεί να αλλάξει, μπορεί
και όχι αλλά μόνο μέσα από
τη δράση των ενδιαφερομένων
μερών, με τον έλεγχο της σωστής
εικόνας της κάθε χώρας σε
επίπεδο παγκόσμιο.
Σχετικά με τις - όπως δείχνουν – κοσμογονικές
εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά
από την αρχή του χρόνου, σταθήκαμε
τυχεροί: δύο από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εφημερίδες,
οι New York Times και η Washington Post, αναφέρθηκαν
στις εξελίξεις αυτές με
πιστότητα στα γεγονότα
και προσοχή στους χαρακτηρισμούς
– προσοχή που καμμιά φορά
μπορεί να γειτονεύει με
ηθελημένη απλοποίηση: όπως,
όταν σχετικά με την τουρκική
εισβολή το ’74 στην Κύπρο,
ο αρθρογράφος Stephen
KInzer των N.Y.Times χρησιμοποιεί
τον όρο «απόφαση» της Τουρκίας
να στείλει στρατεύματα
στο νησί (λές και επρόκειτο
για τουριστική εκδρομή.)
Λέμε
λοιπόν ότι σταθήκαμε τυχεροί
γιατί η αντικειμενική και
πλήρης ενημέρωση ως προς
τα ελληνικά πράγματα
δεν είναι κανόνας στον Τύπο
αυτής της χώρας. Γεγονός
παραδεκτό και πανθομολογούμενο
και από Έλληνες και από Αμερικανούς στο συνέδριο για
την εικόνα της Ελλάδας μέσα
από τα αμερικανικά media που έγινε στις 18 του Γενάρη
στο Χάρβαρντ. ‘Ηταν το ενδιαφέρον
αποτέλεσμα της συνεργασίας
του ελληνικού προξενείου
της Βοστώνης με το Southeast Europe Study Group του Κέντρου Ευρωπαϊκών
Σπουδών του Πανεπιστημίου
Χάρβαρντ.
Ποιός φταίει; Ποιός θάπρεπε
να αλλάξει;
«Υπάρχει
ένα πρόβλημα δομής που δεν
σχετίζεται μόνο με την Ελλάδα,»
μου λέει ο Ted Carpenter,ομιλητής στο συνέδριο
και αντιπρόεδρος του συντηρητικού
Ινστιτούτου CATO Washington, ενός από τα σημαντικότερα
κέντρα μελέτης σε διεθνές
επίπεδο. «Οι αμερικανοί αναγνώστες
και τηλεθεατές γενικά δεν
ενδιαφέρονται και τόσο
για διεθνείς υποθέσεις
εκτός αν υπάρχει κρίση σε
κάποια συγκεκριμένη περισοχή
που απειλεί να παρασύρει
αμερικανικά στρατιωτικά
σώματα ή να κάνει να ξοδευτούν
σημαντικά ποσά σε δολλάρια.
Πέρα από αυτά, οι αμερικανοί
προσέχουν κυρίως, όχι θέματα
σε επίπεδο κράτους, αλλά
σε επίπεδο τοπικό και περιφέρειας.
Έτσι και η Ελλάδα και άλλες μερικές χώρες
βλέπουν και παθαίνουν για
να εμφανιστούν στις σελίδες
των εφημερίδων ή στην οθόνη
της τηλεόρασης.Και δεν υπάρχουν
τόσοι πολλοί ενημερωμένοι
δημοσιογράφοι που να καταλαβαίνουν
τις διεθνείς σχέσεις, πόσο
μάλλον που να είναι ειδικευμένοι
στα θέματα της Ελλάδας.»
Στην
απηρχειωμένη γνώση που
έχουν οι αμερικανοί δημοσιογράφοι
για την Ελλάδα, είπε ο Carpenter, υπάρχει
μιά έλλειψη εκτίμησης της
οικονομικής και πολιτικής
προόδου που η χώρα
έχει κάνει τα τελευταία
χρόνια.
-Σύντομη καλύψη όμως είναι
διαφορετική από κάλυψη
με ιστορικά λάθη, Ted.
«Αυτό είναι βέβαια
σωστό και θα ήμουν ο τελευταίος
που θα υπερασπιζόμουν την
ποιότητα της κάλυψης που
έχει γίνει για την Ελλάδα
για χρόνια και αυτό είναι
ιδιαίτερα αληθινό πρόσφατα,»
παραδέχθηκε ο συνομιλητής
μου. «Αλλά υπάρχει και ένα
επι πλέον πρόβλημα που είναι
σχετικό με την αμφίβολη
εικόνα της Ελλάδας στο αμαερικανικό
μυαλό...Υπάρχουν αμυδρές
αναμνήσεις από το καθεστώς
της χούντας στο τέλος του
’60, αρχές ΄70, από τις διαδηλώσεις
ενεντίων των ΗΠΑ και του
ΝΑΤΟ. Πρόσφατες διαδηλώσεις
πιστεύω ότι αναζωογόνησαν
μερικές από αυτές τις αόριστες
αναμνήσεις...Αυτό, σε αντίθεση
με την κάλυψη που λαβαίνει
γενικά η Τουρκία.Πιστεύω
ότι εκεί υπάρχει ένε πρόβλημα
δημοσίων σχέσεων που αντιμετωπίζει
η Ελλάδα.»
-Κι το πρόβλημα της διαφορετική
αμερικανικής πολιτικής
απέναντι στην Ελλάδα και
την Τουρκία;
«Πιστεύω ότι
αυτό είναι βέβαια σωστό
και σε ένα βαθμό η κατάσταση
χειροτερεύει αντί να βελτιώνεται.
Οι αμερικανοί policy-makers, στο State Department,
στο Συμβούλειο Ασφαλείας
κλπ βλέπουν την Τουρκία
σαν ένα πολύ σπουδαίο σύμμαχο
των ΗΠΑ, έναν απαραίτητο
σύμμαχο ενώ στο μεταψυχροπολεμικό
περιβάλλον, η Ελλάδα θεωρείται
σύμμαχος μικρός και όχι
ιδιαίτερα σημαντικός....Βέβαια
οι πολιτικοί δεν είναι διατεθημένοι
να την υπερασπιστούν σεν
περίπτωση πολέμου εναντίον
της Ελλάδας, δεν παίρνει
αυτή την ωμή μορφή.»
-Δηλαδή αν άλλαζε η εξωτερική
πολιτική της Ελλάδας θα
γίνονταν όλα μέλι-γάλα;
(Ο κ.Carpenter είναι απαισόδοξος
– ή, ρεαλιστής.)
«Ακόμα
και αν η Ελλάδα γίνει όσο
πιό εξυπηρετική μπορεί
κανείς να φανταστεί, ακόμα
και αν επιδιώξει την πλέον
φιλική πολιτική απέναντι
στους γείτονες, όμως δεν
θα φανεί ποτέ σαν ένας σύμμαχος-κλειδί στο μυαλό των policy-makers στην
Αμερική και, κατ’επέκταση,
στο μυαλό των δημοσιογράφων
που την καλύπτουν.»
Ο κ. Carpenter πιστεύει
ότι «..Η μή ακριβής ή και η προκατειλημμένη
κάλυψη στον αμερικανικό
τύπο δεν γίνεται από κακία
αλλά περισσότερο από άγνοια,
είναι περισσότερο το ότι βλέπει κανείς
τα γεγονότα και τις εξελίξεις
μέσα από το δικό του ιστορικό
και ιδεολογικό πρίσμα. Και
στα μάτια των ιδιαίτερα
συντηρητικών αμερικανών
δημοσιογράφων η Τουρκία
είναι ένας πιστός σύμμαχος,
ένας απαραίτητος σύμμαχος
λόγω των ανησυχητικών εξελίξεων
σε κείνο το μέρος του κόσμου.
Αντίθετα η Ελλάδα, δίκαια
ή άδικα, γίνεται αντιληπτή
σαν ένας σύμμαχος που δεν
μπορεί κανείς να τον εμπιστευθεί,
μια δύναμη της αριστερής
πτέρυγας που παραπονείται. Και όσο επιμένουν
να υπάρχουν αυτά τα στερεότυπα,
φοβάμαι ότι η γενική κάλυψη
της Ελλάδας στον αμερικανικό
τύπο δεν πρόκειται να βελτιωθεί
και πολύ.»
O Don Feder που διατηρεί
στήλη στην εφημερίδα Boston Herald για 17 χρόνια τώρα,
ήταν ένας άλλος από τους
ομιλητές και συμφωούσε
με τον Carpenter τουλάχιστον σε
δύο σημεία: η Τουρκία θεωρείται
πολύ σημαντικός σύμμαχος
και μεγάλο μέρος του αμερικανικού
τύπου βλέπει την
Ελλάδα σαν μιά χώρα δύσκολη,
όχι συνεργάσιμη. Αλλά πιστεύει
ότι οι δημοσιογράφοι θα
όφειλαν να ενημερώνονται.
Άρθρα σαν εκείνα που εμφανίστηκαν
στο Chicago Tribune, τα θεωρεί , μου είπε, τρομερά
(“awful”) γιατί
επαναλάμβαναν «όλους
τους μύθους της δεκαετίας
του ’60 – αντιαμερικανισμός,
μή συνεργάσιμη κυβέρνηση
κλπ»
Και αυτά, «παρά το
γεγονός ότι η κυβέρνηση
υποστήριξε το ΝΑΤΟ στην
Γιουγκο σλαβία αν και το
97% της ελληνικής κοινής γνώμης
ήταν αντίθετη...αυτό νομίζω
ότι δείχνει την κυβέρνηση
να είναι συνεπής
με το ΝΑΤΟ...και όμως, τα άρθρα
αυτά χρησιμοποίησαν την πληροφορία για να
κατηγορήσουν και την κυβέρνηση
και το λαό ...(με αποτέλεσμα)
να είναι τρομερά
(“horrendously”) επιφανειακά
και προκατειλημμένα.»
O Don Feder έχει
μιά άμεση αντίληψη του πώς
σκέφτονται και πώς εκφράζονται
οι Έλληνες λόγω πρόσφατου
ταξιδιού του στην Ελλάδα
τον περασμένο Ιούνιο, σε
εποχές αναταραχής με αιτία την νατοϊκή
επέμβαση στο Κόσοβο. Τα σχετικά
άρθρα που διάβασε τον Νοέμβριο,
τον έκαναν να απορήσει.
«Νόμιζα ότι ή εγώ είχα
ταξιδέψει αλλού ή αυτοί
έγραφαν για διαφορετική
χώρα,» είπε, ακόμα αγανακτισμένος.
«Οι άνθρωποι που
συνάντησα στην Ελλάδα –
κυβερνητικά στελέχη, ακαδημαϊκοί
, επιχειρηματίες αλλά και
απλοί άνθρωποι στο δρόμο
και στα καφενεία, ήταν πολύ
φιλικοί και εκδηλωτικοί
απέναντι στους αμερικανούς.
Σίγουρα είχαν δυνατές απόψεις
που ήθελαν να εκφράσουν
αλλα ληταν και διατεθειμένοι
αν ακούσουν και άλλες απόψεις.
‘Ηταν λογικοί και καλά πληροφορημένοι.»
Ο κ. Feder τονίζει
ότι δεν είναι αντι-αμερικανός,
ή Ορθόδοξος, αλλά ήταν αντίθετος
με την επέμβαση του ΝΑΤΟ
στη Σερβία. Και στην καλυψη
του πολέμου αυτού, διαπίστωσε
την ίδια προκατάλειψη. «Δυστυχώς,»
λέει «συχνά δεν πρόκειται
για κάλυψη (coverage) αλλά για σχόλιο (commentary).»
Στη σύγκριση των
δύο γειτονικών χωρών, ο κ.Feder πιστεύει ότι δεν
πρέπει να υποτιμάται η σημασία
της Ελλάδας σαν συμμάχου
των ΗΠΑ.
« Η Ελλάδα είναι η δυνατώτερη
χώρα των Βαλκανίων, είναι
σήμερα μιά σταθερή δημοκρατία,
έχει ζωντανή οικονομία,
αναμορφώνει την αγορά της...θα
μπορούσε να παίξει καθοριστικό
ρόλο στην σταθεροποίηση
σε μια, εδώ και δεκα χρόνια,
κατακερματισμένη και σταθή
περιοχή...Αλλα για να παίξει
αυτό το ρόλο, θα πρέπει να
αρχίσουμε να ακούμε την
κυβέρνηση και το λαό της.»
Στο ερώτημα λοιπόν,
ποιός πρέπει να αλλάξει
για να βελτιωθεί η εικόνα
της χώρας, απαντήσει διαφορετικές.
Αδιέξοδο; Κάθε άλλο.
Οι αμερικανοί δεν είναι
όλοι ίδιοι. Οι αμερικανοί
ψάχνονται.
Και εμείς;
Απλά, ας έχουμε το
νού μας.
Από την Έλενα,
Γειά σας
ΣΕ ΚΟΥΒΕΝΤΑ
ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ Μάϊος
2000
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΛΗΓΕΙ
Με την Ελενα Σπηλιώτη
Φίλοι μου γειά σας.
Δεκαέξι Μαϊου,
Αθήνα. Ράσα που ανεμίζουν.
Χέρια υψωμένα στον ουρανό
με άφατη φρίκη, πρόσωπα αλλόφρονα,
λαιμοί φουσκωμένοι από
οργή, κραυγές αναθέματος.Τι
έγινε παιδιά;
Ξαναδικάζουνε, λέει, το
βιβλίο του Ανδρουλάκη.Μα
δεν είχε λήξει αυτή η ιστορία;
Δεν του βάλανε τιμωρία να
κάνει όσο πιό πολλά λεφτά
μπορεί με την απαγόρευση
του βιβλίου του σε εφτά νομούς
της Μακεδονίας, γεγονός
που αύξησε τις πωλήσεις
κατακόρυφα σε όλες
τις άλλες πόλεις όπου το
βιβλίο πουλιότανε ελεύθερα;
Όχι. Να το απαγορεύσουνε
και στην Αθήνα.Γιατί οι ανθρώπινες
ιδιότητες που αποδίδει
στο πρόσωπο του Ιησού μέσα
στο βιβλίο του είναι απαράδεκτες,
σπιλώνουν το γιό του Θεού
– μας πληγώνουν.
Ένα λεπτό.
Εδώ υπάρχει μια αλήθεια
αναμφισβήτητη: κανείς δεν
μπορεί να πάει ενάντια
στις όποιες ευασθησίες
μιας οποιασδήποτε κοινωνικής
ομάδας ατιμώρητα. Δεν είναι
κάτι που έχει καθοριστεί
ή επιβληθεί από καμμιά κυβέρνηση,
νόμιμη ή άλλη: είναι κάτι
που απλά και αναπόφευκτα
συμβαίνει από τον καιρό
που πρωτοείχε ο Άνθρωπος
την φαεινή (καλή;κακή;) ιδέα
να ζήσει σε ομάδα με άλλον.Το
κόστος του ρίσκου το αναλαμβάνει
εκείνος που προκαλεί – και
αυτό είναι το προσωπικό
του πρόβλημα. Ηα δράση φέρνει
αντίδραση.
Εκείνο που κάνει όμως την
αντίδραση πρόβλημα όλων
είναι το είδος της. Καίμε
τα βιβλία που μας εξοργίζουν;
Αν ναί, ας ρίξουμε αμέσως
μετά μια ματιά και στο ρολόϊ
μας και ας απομακρυνθούμε
ταχύτατα από τη μεθυστική
ζέστη της φωτιάς της δικαιοσύνης:
όπως δείχνει η ιστορία του
ανθρώπινου γένους, η ώρα
που θα καεί και το βιβλίο
που αναπτύσσει τις δικές
μας ιδέες δεν είναι μακρυά.
Η φωτιά που ανάβει για τέτοιους
λόγους δεν προστατεύει,
δεν πείθει – ζωντανεύει
ισορροπίες προχριστιανικές
που αποκλείουν τη συγγνώμη.
Και σίγουρα, ανάμεσα στους
πολέμιους και τους υπερασπιστές
του βιβλίου...ιστορική θέση
θα χρειαστεί να καταλάβει
η υπεράσπιση του βιβλίου
από τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο
που απομυθοποίησε το παν
λέγοντας περίπου τα εξής:
«....Θεωρώ ότι πρόεκιται για
ένα ανόητο βιβλίο αλλά δεν
μπορώ παρά να υπερασπίζομαι
το δικαίωμα κάποιου να γράφει
ανοησίες.»
Θα πεί κανείς: μα αυτό δεν
έχει τέλος, μπορέι να οδηγήσει
στην ασυδοσία.
Μπορεί. Μπορεί και όχι.
Ας ξαναγίνουμε ψύχραιμοι:
πόσα σοβαρά θέματα έχουν
αντισταθεί στην
καταλυτική ιδιότητα του
χιούμορ;
(Από ό,τι φαίνεται τελευταία,
μόνο μερικοί από τους ιεράρχες
μας.)
-Κύριε Ανδρουλάκη,
περιμένατε ότι θα γίνει
τέτοια φασαρία με το βιβλίο
σας;
ρώτησα το συγγραφέα.
«Ούτε στο χειρότερό μου
όνειρο,» είπε ο Μίμης Ανδρουλάκης.
«Γιατί το βιβλίο μου είναι
ένα αντι-μυθιστόρημα στο
Ιντερνετ, όπου μιλάνε γυναίκες,
ένα γυναικείο αντι-μυθιστόρημα.
Η κεντρική ιδέα που διαπερνά
την υπόθεση είναι ο μισογυνισμός
που έχει διαβρώσει την ιστορία
της κουλτούρας, όλους τους
κλάδους της γνώσης. Από την
Ποίηση, τη Φυσική, τα Μαθηματικά,
την Ψυχανάλυση, την Ιστορία,
τη Βιολογία και βέβαια και το χώρο των Θρησκειών.Είναι
επομένως ένα βιβλίο μυθιστορηματικό
με κεντρικό άξονα το μισογυνισμό.
Μέσα σ’αυτό , σε ελάχιστες
σελίδες που ασχολούνται
με τις θρησκείες, διαπιστώνουμε
ότι το μοναδικό πρόσωπο
σε όλη την ιστορία της κουλτούρας
όπου δεν υπάρχει ούτε ίχνος
μισογυνισμού είναι ο Ιησούς.
Είναι ένας πραγματικός
φίλος των γυναικών.Άλλο
αν ακολούθησε μεταγενέστερα
ένα είδος μεσαιωνικού μισογυνισμού
που δαιμονοποίησε τη Γυναίκα.
Και όλα αυτά τα ίχνη που παραμένουν,
πρέπει κάποτε να εξαλειφθούν.Ούτε
θρησκευτικό ήταν το βιβλίο,
ούτε η πρόθεσή μου ήταν –
ιδιαίτερα στο χώρο της θρησκείας
– να ανοίξω κάποια συζήτηση.
Περισσότερο θα μπορούσε
κανείς να ανοίξει
κάποια συζήτηση
στο χώρο της Φιλοσοφίας
ή της Ψυχανάλυσης, όπου εκεί
πράγματι είναι αποκαλυπτικό
το βιβλίο για τις μισογυνικές
πλευρές τους.»
-Είναι αποκαλυπτικό
γιατί παραθέτετε στοιχεία
επιστημονικά ή γιατί παραθέτετε
μια άποψη;
«Το βιβλίο είναι ένα παιχνίδι
μυθιστορηματικής και ειρωνικής
αντιστροφής των πραγμάτων
από την αρχή μέχρι το τέλος.
Εκείνος που θα το αγοράσει
πρέπει να μπέι στη λογική
του. Λέμε το λογικό με το παράδοξο,
το παράδοξο με το λογικό,
το σωστό με το λάθος, το λάθος
με το σωστό. Όπως λέω από την
αρχή στο βιβλίο: λέμε ό,τι
δεν λέμε και δεν λέμε ό,τι
λέμε. Είναι λοιπόν
ένα παιχνίδι όπου δεν λέμε
ποτέ τοις μετρητοίς σε κανένα κλάδο της γνώσης αλλά ανοίγουμε χαραμάδες
για να περάσει μια αναζωογονητική
πρόκληση (...)Και μάλιστα, από
την αρχή, για να καταλάβει
ο αναγνώστης το παιχνίδι,
έχω τη φράση του μεγάλου
φυσικού Αμερικανού νομπελίστα
«Μή δίνεις σημασία στο τί
λέω, πρόσεξε τί εννοώ.
»Αυτό λοιπόν είναι από αρχής
έως τέλους το παιχνίδι
του βιβλίου. Το να αποσπά
κάποιες φρασούλες, έξω από
αυτή την μυθιστορηματική
και ψυαχαναλυτική σύμβαση,
μπορέι να δημιουργήσει
παρανανώσεις, δηλαδή παρερμηνείες.
Και αυτό ακριβώς έγινε.Ίσα-ίσα,
οι αντιδράσεις έπρεπε να
έρθουν από το χώρο της φιλοσοφίας
ή της ψυχανάλυσης. Όχι από
το χώρο αυτών που αγαπούν
τον Ιησού. Γιατί πρωτος τον
αγαπώ εγώ. Σ’αυτό το βιβλίο
μάλιστα φαίνεται ότι είναι
ο απόλυτος θρύλος, το τέλειο
πρόσωπο, ο τέλειος ποιητής,
ο τέλειος ψυαχαναλυτής
με την έννοια ότι επουλώνει
βαθύτερες πληγές του ανθρώπινου
ψυχοδράματος. Δεν ήταν καθόλου
στην πρόθεσή μου να προσβάλω
κάποιον. Άλλωστε υπάρχουν
και στν Αμερική και στην
Ελλάδα πασίγνωστα ρομάντσα
για την ανθρώπινη φύση του
ιησού που κανείς ποτέ δεν
τα πήρε στα σοβαρά, με την
έννοια ότι πρόκειται για
την αποχαλίνωση της ανθρώπινης
φαντασίας που θέλει να φανταστεί
τον Ιησού και σαν άνθρωπο.»
-Υποθέτουμε ότι
αυτό που θεωρήθηκε σαν βλασφημία
ήταν ο τονισμός της ανθρώπινης
φύσης του χριστού. Είναι
σωστό αυτό;
«Σε καμμιά περίπτωση.Τον
Ιησού μπορεί να τον αντιμετωπίσει
κανείς θεολογικά σαν πνευματική
οντότητα. ‘οχι μόνο δεν τον
αγγίζουμε, αλλά ούτε χρειάζεται
να δώσει κανείς εξηγήσεις
ή να απιτεί ερμηνεία – είναι
πίστη. Δεύτερο είναι το ιστορικό
επίπεδο: όσοι είναι ειδικά
στην αμερική θα ξέρουν ότι
γίνεται μια τεράστια καινοδιαθηκολογική
έρευνα πάνω στις συνθήκες
ζωής του Ιησού, στις αντιφάσεις
των Ευαγγελιών, στις επιρροές
από άλλες θρησκείες κλπ.
Είναι μιά συζήτηση που γίνεται και θα γίνεται και
ουδείς σκέφτηκε ότι μπορεί
να προσβάλλει αυτό τον Ιησού.
Το αντίθετο μάλιστα. Αυτό
που λέμε Ιησούς σήμερα όπως
τον παραλαμβάνουμε εμείς
έχει και θρυλικά στοιχεία,
είναι μιά θρυλική ανασύνθεση
μέσα από τους αιώνες.
»Το τρίτο επίπεδο του Ιησού
είναι το μυθιστορηματικό,
το ποιητικό. Υπάρχουν χιλιάδες
ρομάντσα γύρω από τη ζωή
του, αν πχ αγάπησε τη Μαγδαληνή
σαν γυναίκα. Εγώ δεν το ισχυρίζομαι
αυτό, κανείς δεν μπορεί να
το ξέρει αυτό.Αλλά κανείς
δεν σκέφτηκε να το θεωρήσει
βλασφημία στα εκατοντάδες
μυθιστορήματα και ποιήματα
που υπάρχουν και που δημιουργούν
μια καταπληκτική οικειότητα
και αγάπη για το πρόσωπό
του.
»Άλλα παιχνίδια παίχθηκαν
εδώ με την Εκκλησία της Ελλάδας
που ήθελαν να αποπροσανατολίσουν
αυτή την περίοδο.Για παράδειγμα,
την παραμονή που πήρε η Ιερά
Σύνοδος αυτή την ακατανόητη
και παράλογη απόφαση και
τόσο μοχθηρή –(... γιατί εκκλησία
σημαίνει αγάπη και Ορθοδοξία
σημαίνει όχι-μισαλλοδοξία
– ο Ιησούς τί ήταν; Η απέραντη
ελευθερία και η απέραντη
αγάπη: αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά
του Ιησού, όχι ο φθόνος, οι
διωγμοί – αυτά χαρατήριζαν
τον παπισμό.)
»Ήταν λοιπόν τα οικονομικά
της εκκλησίας, σκάνδαλο
τεράστιο, ήθελαν να το σκεπάσουν.Επίσης
είχε ανοιχθεί εδωπέρα
μια συζήτηση γύρω από τις
ταυτότητες ή από θέματα
συνταγματικά για τις σχέσεις
κράτους και Εκκλησίας...συγκρίνετε
με την εκκλησία στην αμερική:
εδώ ταυτίζεται τελείως
με το κράτος! Είναι δυνατόν
να ζητά η Εκκλησία τον Εισαγγελέα
ή τους χωροφύλακες; Στην
Αμερική, η Εκκλησία είναι
ένα αυτοδιοικούμενο όργανο,
ένα σωματείο που βασίζεται
στους πιστούς.Στην Ελλάδα
υπάρχουν τεράστια συνταγματικά
θέματα.Κάποια στιγμή θα
υπάρξει ο εκσυγχρονισμός
αυτός τπου θα κάνει την Εκκλησία
μας πιό ώριμη και πιό δυνατή.»
-Κατ’εσάς τί
θα ήταν λοιπόν «βλασφημία»;
«Ακούστε: ο Ιησούς δεν έχει
ανάγκη από εισαγγελείς,
χωροφύλακες ούτε από αυτόκλητους
υπερασπιστές. Η βλασφημία
είναι ένας όρος που αφορά
τον Μεσαίωνα. Εάν υπάρχει
κάτι το βλάσφημο, ο ίδιος
ο αναγνώστης , ο ακροατής
θα γυρίσει την πλάτη του-
δεν χρειαζόμαστε εισαγγελείς.
Δεν υπάρχει θέμα βλασφημίας,
πολύ περισσότερο που το
βιβλίο αναδεικνύει την
κοσμοϊστορική προσωπικότητα
του Ιησού σ’αυτά τα 2000 χρόνια.
Είναι ο τέλειος ήρωας, το
τέλειο πρόσωπο μέσα στο
βιβλίο. Τώρα αν ερωτεύθηκε
ή θα μπορούσε να ερωτευθεί,
αυτό δεν το ξέρω εγώ. Μπορώ
όμως σαν μυθιστοριογράφος
να το φανταστώ όπως το φαντάστηκε
πχ. το Νόμπελ Λογοτεχνίας,
ο Ζοζέ Σαραμάνκου πυ έγραψε
400 σελίδες λογοτεχνίας για
την υποτιθέμενη ερωτική
ζωή του Ιησού με τη Μαγδαληνή.
Το «Κατα Ιησούν Ευαγγέλιο»
που πήρε βραβείο νόμπελ
πέρυσι. Και η καθολική Εκκλησία
που είναι πολύ πιό αυστηρή
και συντηρητική δεν είπε
λέξη.Υπάρχουν εκατοντάδες
τέτοια μυθιστορήματα.Πϊσω
από αυτό το «βλάσφημο» υπάρχει
το ιερό, η βαθύτερη ιερότητα
των πραγμάτων.»
Η συζήτηση με τον Μίμη Ανδρουλάκη
έγινε πριν Εκκλησία και
Κράτος γίνουν μαλλιά -κουβάρια
για την αναγραφή ή μή του
θρησκεύματος στις ταυτότητες.Η
συζήτηση στα δικαστήρια
των ασφαλιστικών μέτρων
για την απαγόρευση του βιβλίου
στην Αθήνα έγινε την επαύριο
της νέας αυτής φουρτούνας
και στους κόλπους της Εκκλησίας
και στις σχέσεις της με πιστούς
, άπιστους και τυχαίως διερχομένους
– αυτούς που εκκλησιάζονται
αραιά και πού. Τηρουμένων
των αναλογιών, πολλοί προβλέπουν
μαύρε μέρες για τις νέες
ταυτότητες – όταν βγούν.
Και προτείνουν να προβλεφθεί
για την κατασκευή τους αμίαντος
ή οποιοδήποτε άλλο...άκαυστο
υλικό.
Φίλοι με δυνατό μυαλό που
έλαβαν υπ’όψιν τους πολλά
από τα σκεπτικά του Μίμη
Ανδρουλάκη, μου είπαν ότι
η τολμηρότητα του βιβλίου
το κάνει δύσκολο να διαβαστεί.
Θα έλεγα και ότι η βιαιότητα
των αντιδράσεων το κάνει
ίσως αδύνατο να κατανοηθεί.
Γιατί δεν πιστεύω ότι θα
μάθουμε ποτέ αν το βιβλίο
έχει λογοτεχνική ή άλλη
αξία. Από τον καιρό που έγινε
το σκάνδαλο και μετά , το κριτήριο
όποιου και να το ανοίξει,
θα σκοτίζεται από τον καπνό
που έκλεισαν δια παντός
στα φύλλα του, οι φωτιές των
κατατρομαγμένων που τις
άναψαν για να το κάψουν –
στο όνομα του Πατρός και
του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Από την Έλενα,
Γειά σας
ΣΕ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ
Αύγουστος 2000
ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Με την Έλενα Σπηλιώτη
Φίλοι μου γειά σας
Πέντε χρόνια είχα
να πάω στην Ελλάδα.Και γύριζα
με συναισθήματα ανάμεικτα:
περίμενα να βρώ τα ίδια θεσπέσια
βράδυα , τα ίδια έξαλλα μποτιλιαρισμένα
πρωϊνά – ή περίμενα όλα να
είναι χειρότερα – γιατί
αυτό καταλάβαινα από την
έντυπη και την τηλεοπτική
γκρίνια που έφθανε μέχρι
εδώ, καθώς και από την εύγλωττη
ασυναταξία στις κουβέντες
με φιλους από το τηλέφωνο:
«Εδώ..άστα!...Τί να σου πώ...»
Πιστεύω ότι την πρώτη
διαφορά την κατάλαβα στο
αεροδρόμιο, όταν δεν χρειάστηκε
να περάσω μέσα από την πύλη
με την τεράστια επιγραφή:
Ταξιδιώτες Σένγκεν – η Ευρώπη
ήταν κιόλας εκεί. Θυμήθηκα
την περίφημη συνθήκη και
την καχυποψία με την οποία
οι συμπατριώτες μας – και
όχι μόνο αυτοί - την βλέπουν
ακόμα. «Φακέλλωμα σε ευρωπαϊκό
επίπεδο». «Μα όχι,» να χτυπιούναι
οι κοινοτικοί «εμείς για
να σας προστατέψουμε..» Τί
χρήση να γίνεται άραγε της
συνθήκης αυτής; Καλή; Κακή;
Αλλά ...«μασάει» ο Έλληνας; Δεν
«μασάει». Του έχουν τύχει πάρα
πολλά για να δίνει αμέσως
την εμπιστοσύνη του στους...
Φράγκους. «Αυτοί» δεν ξέρουν,
ήταν η νοοτροπία για πολλά
χρόνια. Μόνο που τώρα Φράγκοι
και ...Γραικοί κάθονται γύρω
στο ίδιο τραπέζι όπου μορφοποιείται
σιγά σιγά η νέ α Ευρώπη. Ισότιμα.
Θάπρεπε.
Ο δρόμος από το αεροδρόμιο
προς την πόλη ήταν όπως τον
θυμόμουν – και πάλι όχι ακριβώς.
Τα πολλά αυτοκίνητα, ναι,
η αργοπορία, ναι, η ζέστη του
μεσημεριού, ναι – το Φως είχα
ξεχάσει.
ΟΙ δρόμοι όλοι πιό
μικροί από ό,τι φαινονταν
παλιά, σαν μερικούς ανθρώπους
που το κορμί τους λιγοστεύει
με την ηλικία. Μα ξέρω ότι
δεν ήταν στ’αλήθεια μεγαλύτερι
ποτέ. Η κλίμακα των αμερικάνικων
πόλεων με τη σοφία της πρόβλεψης
για την αύξηση του πληθυσμού
με είχε πείσει για το Σωστό.
Μόνο που καταλάβαινα να
έχω νοσταλγία για το Λάθος.
Σαββατοκύριακο έφτασα
στην Αθήνα και πριν περάσουν
24 ώρες, πανικός: τα μαγαζιά
κλειστά την Κυριακή; Πως
είναι δυνατόν; Πώς επιβιώνουν
τα νοικοκυριά, οι αφηρημένοι
εργένηδες, οι παντός είδους
εργαζόμενοι τις άλλες μέρες;
Πώς επιβίωνα εγώ πριν έρθω
στην Αμερική;
Και όμως. Μικρά μαγαζιά
στις γειτονιές, ανοιχτά
12 ώρες που έχουν απ’όλα, ξανα
η σχέση μικροεπιχειρηματία
με πελάτη να επιβιώνει λαθραία,
ανάμεσα στις μέρες και τις
εβδομάδες μεγαθηρίων όπως
ο Βασιλόπουλος. Τα ανακάλυψα
ακολουθώντας
πρόθυμες ευγενικές
οδηγίες όποιων
ρώτησα στο δρόμο.
Και δεν ήταν τυχαία
αυτή η συμπεριφορά.Σε ένα
μήνα μέσα γύρισα πολλές
γειτονιές της Αθήνας, μίλησα
με πολύ κόσμο και διαπίστωσα
– με έκπληξη, είν’αλήθεια
- να απουσιάζει εκείνη
η εχθρότητα που παλιότερα
χαρακτήριζε αυτές τις τυχαίες
ανταλλαγές κουβέντας. Μπορεί
να ήταν συμπτώσεις. Αλλά
πόσες συμπτώσεις τάχα να
φτιάχνουν έναν κανόνα; Ο
χρόνος δεν ήταν αρκετός
για να το διαπιστώσω..Ίσως
την άλλη φορά.Αυτή τη φορά
μου αρκεί η καλή εξυπηρέτηση
στα καταστήματα από νέα
παιδιά που μιλούσαν
με ευγένεια επαγγελματική
χωρίς δουλικότητα και στανταρισμένες
εκφράσεις της επιχείρησης
όπως «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω
σήμερα;». Τη βαθειά υποκρισία
αυτηής της ευγένειας την
καταλαβαίνεις ίσως και
μόνο όταν τη συγκρίνεις
με την ποικιλία των εκφράσεων
σε κάθε νέα συναλλαγή. Άσε
που απουσίαζε η τσίχλα, παλιότερα
σήμα κατατεθέν κυρίως σε
κάτι γυαλίζουσες μπουτίκ.
Αν οι Γιαπωνέζοι
είναι ο λαός που χρησιμοποιεί
περισσότερο τα κινητά τηλέφωνα,
τότε μετά τους Γερμανούς
και τους Αμερικάνους θα
έπρεπε να έρχονται οι Έλληνες.
Μόνο που πέντε χρόνια πριν
το κινητό τηλέφωνο ήταν
απαραίτητο στους
γιατρούς και τους σνόμπ
– τώρα είναι απαραίτητο
σε όλους. Όχι γιατί πρόκειται
για μια πολυτέλεια, ηθικά
σωστή για ένα λαό που θα είχε
ήδη λύσει άλλα οικονομικά
προβλήματα πρώτα – αλλά
ακριβώς γιατί βοηθούν σε
όλες τις συναλλαγές που
δυσκολεύουν οι άλυτες ακόμα
λειτουργίες της πόλης. Τα
τηλέφωνα έγιναν πιό φθηνά
με τη ζήτηση, πιό προσιτά,
το σέρβις είναι ικανοποιητικό,δεν
μπορείς να κάνεις χωρίς
μέσα σ’αυτή την πόλη που
ασφυκτιά από τον υπερπληθυσμό,
είτε είσαι επιχειρηματίας
είτε είσαι απλά μια μαμά
που έτρεξε στο σουπερ μάρκετ
για ένα λεπτό και έκανε μιάμιση
ώρα.
Και άν ο Έλληνας είναι
σνόμπ, σίγουρα δεν είναι
πιά στο θέμα του κινητού
τηλεφώνου. «Έμ, βέβαια, τώρα
είμαστε Ευρώπη», θα ήταν ίσως
μισο-ειρωνική, μισο-πικρή
η παρατήρηση. Είναι αυτή
η εξήγηση; Γιατί να μή μας
αναγνωρίσουν την ικανότητα
να περάσουμε από
τον μιμητισμό σε μια απομυθοποίηση,
σε μιά δική μας εκδοχή για
τη θέση των νεωτερισμών
στην καθημερινή μας ζωή;
Όσο για την Ευρώπη,
ναί – είναι γύρω από κάθε
γωνιά. Κοίταξα για αρκετή
ώρα τον λογαριασμό του Ταμείου
περίθαλψης που πήγα να πληρώσω.
Το ποσόν ήταν τυπωμένο σε
δραχμές και σε ECU.
Στην ίδια υπηρεσία,
πέντε χρόνια πριν, μόλις
έιχαν φέρει τα computers. Και κάθε τόσο τα
ρημάδια να μπλέκουν ή να
παγώνουν και να πρέπει να
έρθει από το «μέσα» γραφείο
και να τα διορθώσει ο ...μάγος,
ο Αμερικανοφερμένος, ο προσληφθείς
για να ...ξεμπλέκει μπλεγμένα
computers. Τώρα
αυτά είναι παρελθόν, η τεχνολογία
και η τεχνογνωσία είναι
εξελιγμένη και ο εκνευρισμός
των υπαλλήλων λιγώτερος.
Δείγμα – απόδειξη: συνέβη
και σε μένα και σε άλλους
να μας τηλεφωνήσουν από
υπηρεσίες για διευκόλυνση
ή υπενθύμιση, σχετικα΄με
θέματα γραφειοκραικά μας.
Απίστευτο , μερικά χρόνια
πριν. Η απέχθεια του δημοσίου
υπαλλήλου προς τη δουλειά
του και προς τον πελάτη ήταν
παροιμιώδης. Κι εγώ που έιχα
μέσα μου κακοχρακτηρίσει
την υπάλληλο επιδή μπέρδευε
το στυλό με το αιωνίως αναμμένο
τσιγάρο της και όλοι στην
ουρά φοβόμασταν ότι κάποια
στιγμή θα κάπνιζε το ...στυλό.
Αλλά ξέχασα: στην
Ελλάδα και στην Ιταλία (από
Ρώμη και κάτω), αν δεν καπνίζεις
δεν μπορείς να προσληφθείς
σε δημόσια υπηρεσία. Αυτή
η παράδοση συνεχίζεται.
Στο Μετρό απαγορεύεται
το κάπνισμα και
οι σταθμοί του είναι πραγματικό
καύχημα. Εντυπωσιακό στην
απλότητά του, συγκλονιστική
η ιδέα να εκτίθενται πίσω
από μεγάλες βιτρίνες τα
αρχαιολογικά ευρήματα
και τα στρώματα του εδάφους
από όπου περνούν οι γραμμές
του τραίνου, αντιολισθητικά
διαμορφωμένα δάπεδα, καταρτισμένοι
υπάλληλοι έτοιμοι να σου
προμηθεύσουν μικροσκοπισκούς
χάρτες με τις διαδρομές
– και οι Έλληνες, τύπος και
υπογραμμώς: χαρτάκι δεν
υπάρχει κάτω, πόσο μάλλον
αποτσίγαρο, στραβοκοιτάνε
και καμμιά φορά τους αστυνομικούς
που εποπτεύουν τους τεράστιους
χώρους γιατί ο τράχηλος
του Έλληνος ζυγόν δεν υποφέρει,
αλλά δεν είναι ότι τους φοβούνται:
το αγαπήσανε το μετρό και
το προσέχουν. Και είναι υπομονετικοί:
Τι, δεν θα φτάσουμε στη σύνδεση
με τις παλιότερες γραμμές;
Εκεί να δείς μια επιστροφή
στις ρίζες: ό,τι χαρτάκι, αποτσίγαρο,
πλαστικό ποτήρι δεν ρίξαμε
στο Μετρό, το κρατάμε ευλαβικά
μαζί μας και το πετάμε στις
σκάλες των παλιών σταθμών.
Αυτό δεν μπόρεσα
να το εξηγήσω. Μια αμυδρή
ιδέα μόνο: μήπως όταν το κράτος
φέρεται στους πολίτες του
περισς΄πτερο ποιοτικά,
ο πολίτης το καταλαβαίνει
και ανταποκρίνεται; Γιατί,
αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε
πώς έχουν προσαρμοστεί
στο σύστημα με εισιτήρια
προτεραιότητας που εφαρμόζονται
πιά σε Ταχυδρομεία, τράπεζες
κλπ και δεν μαλλιοτραβιούνται
με το «εγώ ήμουν πρώτος»; Ίσως
γιατί να δείχνεις σεβασμό
στον πολίτη μπορεί να αρκεί
ότι του διαθέτεις μια σειρά
καθίσματα για να περιμένει
– αλλά να περιμένει καθιστός.
Φτάνει η
γυμναστική που κάνει άθελα
στο δρόμο – όταν δεν οδηγεί
– ανεβοκατεβαίνοντας τα
πεζοδρόμια: εδώ σκουπίδι,
εκεί όχι, εδώ ναί, εκεί ναί,
εκεί ναί. Τα δύο τρίτα των
πεζοδρομίων εξακολουθούν
να είναι θριαμβευτικά κατειλημμένα
από ό,τι περισεύει από τους
τεράστιους μεταλλικούς
κάδους αποριμμάτων, επί
μονίμου βάσεως. Όσο καιρό
έμεινα στην πόλη, ποτέ δεν
είδα, έστω και για μιά φορά
τους κάδους άδειους. Ξαναγεμίζουν
αμέσως – άρα οι ώρες εξυπηρέτησης
δεν είναι αρκετές. Και όλοι
διαμαρτύρονται εκτός από
τις γάτες οι οποίες περιφέρονται
κατενθουσιασμένες για
τα τυχερά.
Και ο Δήμαρχος ακούει
τις διαμαρτυρίες, κάμει
επί τόπου αυτοψίες και από
ό,τι φαίνεται αποφασίζει
ότι για όλα αυτά φταίει ότι
στα πεζοδρόμια χρειάζονται
...κάγκελλα! Σκέφτηκα να τον
ρωτήσω. Απογοητεύθηκα όμως
από την προοπτική για συνεννόηση
που έβλεπα να διαγράφεται όταν έμαθα το παρακάτω:
διαμορφωμένο αναπηρικό
αυτοκίνητο δεν διακαιούται
μόνιμης θέσης παρκαρίσματος
από το Δήμο γιατί έχει ...πληρώσει
φόρο εισαγωγής! Θα την διακαιούτο
να δεν είχε πληρώσει. Η ίδια
περίπτωση εδώ στο Σικάγο
τακτοποιήθηκε σε 8 μέρες
από την αίτηση.
Διλαθεση υπάρχει,
κάπου ακόμα η εφαρμογή διστάζει.
Τηλέφωνα εξυπηρέτησης
κοινού σε διάφορες υπηρεσίες
λειτουργούν και μιά ευγενική
φωνή σε ειδοποιεί
ότι είσαι σε σειρά προτεραιότητας.
Αλλά στόπ: μέχρι εκεί. Εξ ού
και μπορείς να περάσεις
το υπόλοιπο του βίου σου
με το ακουστικό στο αυτί
και σε...σειρά προτεραιότητος1
Όπυ το μήνυμα επαναλαμβάνεται
και στα ...αγγλικά γιατί η
φιλοδοξία είναι, αφού εξυπηρετηθούν
οι Έλληνες, να έρθει και η
σειρά των ξένων. Εκσυγχρονισμός
ναι, αλλά σιγά –σιγά. Το ότι
υπάρχουν αυτοί οι αριθμοί
δεν σημαίνει ότι θα απαντούν
κιόλας!
Και από το «Εδώ είναι
Ευρώπη» πηγαίνεις στο «Εδώ
είναι Μεσαίωνας». Ακούστηκε
πολύ αυτή η φράση φέτος και
όχι μόνο για όση παλιά γραφειοκρατική
δυσκινησία παραμένει –
ακούστηκε και για τις γνωστές
θρησκευτικές ταραχές. Δίκαια
ή άδικα – ο φανατισμός πάντα
τρομάζει και συσκοτίζει
– έρχεται σε συμφωνία με
μαρτυρίες για λείψανα αγίων
που...μιλάνε και σε αντίθεση
με τις δυναμικές τοποθετήσεις
διαφωνούντων ιερέων και την τάση για εκσυγχρονισμό
που υποδηλώνουν οι πρωτοβουλίες
για παραγωγές εκκλησιαστικών
βίντεος. Εκπληκτικά καλή
επαγγελματική δουλειά
, ωραίες φωνές, συγκινητικοί
στίχοι. Υπάρχει ένα τεράστιο
δυναμικό στο χώρο, στους
ανθρώπους της Ελληνικής
Ορθόδοξης Εκκλησίας – μακάρι
να μην ξοδευτεί σε άσκοπους
διαξιφισμούς, μακάρι να
αναγνωριστεί και να προσεγγιστεί.
Μιά κρύο, μιά ζεστό
στην Ελλάδα, πέντε χρόνια
μετά. Ο Έλληνας είναι και
έτσι και αλλιώς. Το διαπιστώνεις
και μέσα στην ίδια την οικογένεια.
Παλιός προοδευτικός ο πατέρας
να απεχθάνεται τους Αλβανούς
– να έχει όμως μεγαλώσει
παιδιά που τον παρατηρούν
τα ίδια για τις ρατσιστικές
του εκδηλώσεις.
Νέες καταστάσεις
που δεν ξέρουν να τις χειριστούν:
μιά γενιά παιδιών που πάνε
σχολείο σε τάξεις κατά το
ήμισυ ετερόδοξες και ετερόφυλες.
Θα επικρατήσει η ξενοφοβία
ή το διεθνιστικό πνεύμα;
Οι Έλληνες
είναι και έτσι και αλλιώς.
Μόνο η περιέργειά τους εξακολουθεί
να αυξάνεται, η διαρκής αμφισβήτησή
τους των πάντων, ακόμα και
όταν υπερβάλλουν, που έχει
κρατήσει το μυαλό τους ξύπνιο,
το βλέμμα τους ερευνητικό;
έχουν χρησιμοποιήσει
μέσα και δομές που τους δόθηκαν,
η επικοινωνία μέσω Ίντερνετ
με τον υπόλοιπο κόσμο είναι
πιά παιχνίδι για όλες τις
ηλικίες.
Και έχουν ανταποκριθεί
σε κάτι που είχαν ξεχάσει
πως τους το ζήτησαν: σε μια
καινούρια αίσθηση Αξιπρέπειας
που τους δόθηκε και τους
απομακρύνει ταχύτατα και
από το ραγιαδισμό και από
όποιο στείρο εθνικισμό
βαλσάμωνε την ενεργητικότητά
τους.
Όταν ξαναγυρίσω,
θα ψάξω την πηγή αυτής της
νέας αυτιπεποίθησης. Έτσι,
για να μή χάνουμε το νήμα.
Και έχω μιά μικρή ιδέα ότι
ξεκινά από κάπου ψηλότερα,
όπως τόσα χρόνια θα όφειλε.
Όταν θα ξαναγυρίσω.
Αλλά είχα φύγει ποτέ;
Από την Έλενα,
Γειά σας
|